Η πόλη έχει μασκαρευτεί για να υποδεχτεί τα Ραγκουτσάρια. Καθώς οι μέρες του καρναβαλιού πλησιάζουν, μικροί και μεγάλοι ανοιγοκλείνουν με αδημονία τα χρονομπάουλα με τις καναγκαιρίσιες καρναβαλιστικές στολές, από μια εποχή που για τους νεότερους είναι πολύ μακρινή. Τότε που οι γονείς τους ήταν ακόμη τσούτσκανα και τους σεργιανούσαν στο "Τσαρσί" (οδός Μητροπόλεως) οι παππούδες τους.
Κοιτώντας τα μπαούλα οι μνήμες είναι τόσο παλιές που μας γυρίζουν πολύ πίσω και συγκεκριμένα στους αρχαίους Ελληνικούς χ΄ρονους, όπου εκεί βρίσκονται οι ρίζες που συνθέτουν
το ιδιότυπο και πολύμορφο Καστοριανό καρναβάλι. Μαζί με τον Διόνυσο, κατά καιρούς, ξεπήδησαν και διάφορες φιγούρες όπως, οι διάβολοι και οι τσιαρανιασμένοι
(μαυρισμένοι). Προσωπιδοφόροι καθώς ήταν και τυλιγμένοι με δέρματα ζώων, απεικόνιζαν τους καρναβαλιστές με τη συνοδεία καλόηχων μουσικών οργάνων όπως, γκάιντες, ζουρνάδες κ.ά.
Περιέπαιζαν με τον κόσμο και ζητούσαν χρήματα και δώρα όπως, κρασί, γλυκά, κάστανα κ.ά.
Μετέπειτα, ντυμένοι με ντόπιο σαγιάκι, αντερί και στόφα και με τη συνοδεία χάλκινων μουσικών οργάνων όπως, κορνέτα, τρομπέτα, κλαρίνο, γύριζαν στα σπίτια και σύμφωνα με το έθιμο μάζευαν τα δώρα. "Ρόγες¨ συνήθιζαν να λένε τα δώρα που δίνονταν στους καρναβαλιστές τις μέρες του καρναβαλιού. "Roges", συνώνυμο της λέξης "Rogacaria", δηλαδή εκείνοι που ζητιάνευαν και έπαιρναν δώρα. "Ραγκουτσάρια έμειναν γνωστά στην ιστορία του καρναβαλιού στην πόλη, τα οποία γιορτάζονται μέχρι και σήμερα με αυτή την ονομασία.
Ωστόσο ξημέρωναν τα Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου). Το χαρούμενο αυτό πρωινό θα βρει τα Καστοριανά καράβια, παραταγμένα στη λίμνη και πλήθος κόσμου στην περιοχή Σταυρός, να καρτερούν τον καθιερωμένο αγιασμό των υδάτων. Τα νερά της λίμνης "Ορεστιάδας" αναταράζονται από τους εύτολμους νεαρούς που βουτάνε κάθε χρόνο, για να πιάσουν το σταυρό. Έπειτα, μικροί και μεγάλοι σπεύδουν σε φιλικά και συγγενικά σπίτια για να μασκαρευτούν. Οι Καστοριανές κάμαρες γεμίζουν με κόσμο. Μεύφορη διάθεση τραγουδούν.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες ακούγεται ένας αδιάκοπος μελωδικός ήχος κορνέτας απ΄όλους τους μαχαλάδες (γειτονιές), ξεσηκώνοντας τους πάντες.
Με τους ρυθμούς του "τσινκιρλάνκα" τα μπουλούκια ξεχύνονται με τα χάλκινα στις ούλτσες (σοκάκια) και μασκαρεμένοι πια κατευθύνονται προς το Τσαρσί, όπου εκεί θα γίνει η σύναξη όλων των μπουλουκιών, διότι έτσι απαιτεί το αντέτι (έθιμο). Αυτή η σύναξη θα κρατήσει μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Την επόμενη ημέρα (7 Ιανουαρίου) τα μπουλούκια πηγαίνουν τις ορχήστρες στους Γιάννηδες, "Σ΄αυτό το σπίτι που΄ρθαμε, κέρνα μας κέρνα μας...".
Τα κεράσματα πηγαινοέρχονται απλόχερα από τους νοικοκυραίους, τσιγαρίδες, λουκάνικα, κρασί, σάλιαροι, ισλί κά.. Όσοι δεν πρόλαβαν να μασκαρευτούν βάζουν τα σακάκι ανάποδα και ακολουθούν τα μπουλούκια που κατευθύνονται με αργούς ρυθμούς και πάλι προς το Τσαρσί.
Το μεσημέρι της "Πατερίτσας" 3η ημέρα του καρναβαλιού (8 Ιανουαρίου), οι καρναβαλιστές συγκεντρώνονται, έχοντας ακόμη αρκετές δυνάμεις, για την παρέλαση.
"Πατερίτσα" είναι ένα είδος μαγκούρας που χρησιμοποιούσαν για στήριγμα, κυρίως όμως για μέσο άμυνας ιδιαίτερα από τα γυναικεία μπουλούκια. Ήταν καθολική η χρήση της "Πατερίτσας", τόσο ώστε να γίνει το κυρίαρχο στοιχείο της ημέρας και να δώσει το όνομά της στην τελευταία ημέρα του καρναβαλιού.
Σχολεία, σύλλογοι και μπουλούκια μπαίνουν στο χορό της παρέλασης, διασχίζοντας συνοδεία χάλκινων μουσικών οργάνων την οδό Μητροπόλεως.
Κι ενώ σατιρίζουν γεγονότα και καταστάσεις, μέσω της πλατείας Ομόνοιας καταλήγουν στην πλατεία Ντολτσό για το τελικό ξεφάντωμα.
Στις μέρες μας η παρέλαση τείνει να εκλείψει καθώς πολλά από τα μπουλούκια εξακολουθούν να διασκεδάζουν με τους ρυθμούς των προηγούμενων ημερών και παραμένουν στο Τσαρσί μέχρι την τελευταία πράξη των Ραγκουτσαριών...μέχρι να σιγήσουν τα χάλκινα.